στρουθός

στρουθός
ο, ΝΜΑ και στρουθός, ἡ, Α
(λόγιος τ.) ο σπουργίτης
αρχ.
1. γενική ονομασία τών μή κατοικίδιων πτηνών
2. (ως αρσ.) α) το φυτό στρούθειον*
β) (για πρόσ.) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) λάγνος, ασελγής και ακόλαστος άνθρωπος, επειδή και τα παραπάνω πτηνά είναι ασυγκράτητα όταν έχουν ερωτική επιθυμία
3. είδος ψαριού με πλατύ σχήμα
4. στον πληθ. oἱ, αἱ στρουθοί
οι στυμφαλίδες όρνιθες
5. φρ. α) «ὁ μέγας στρουθός» — η στρουθοκάμηλος
β) «στρουθὸς κατάγαιος» — πουλί που τρέχει στη γη, που δεν πετά
γ) «στρουθὸς κατοικάς» — κατοικίδιο πτηνό, η κότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. πτηνού, η οποία, κατά την επικρατέστερη άποψη, συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για την τσίχλα, το κοτσύφι ή άλλα παρόμοια πτηνά (πρβλ. ρωσ. drozd «κοτσύφι», λιθουαν. străzdas «τσίχλα», γερμ. Drossel «τσίχλα», λατ. turdus «τσίχλα») και οι οποίοι ανάγονται σε ΙΕ τ. *trozdos: *trzdos «τσίχλα», εμφανίζουν, όμως, τις αναμενόμενες —για μια λ. με παρόμοια σημ.— διαφορές ως προς τη μορφή και ως προς το είδος πτηνού που δηλώνουν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρουθός — sparrow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροῦθος — στρουθός sparrow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθοῖο — στρουθός sparrow masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθοῖς — στρουθός sparrow masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθοί — στρουθός sparrow masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθοῦ — στρουθός sparrow masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθούς — στρουθός sparrow masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθέ — στρουθός sparrow masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθῶν — στρουθός sparrow masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθῷ — στρουθός sparrow masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”